φαινομηρις

φαινομηρις
    φαινομηρίς
    φαινο-μηρίς
    -ίδος adj. f показывающая (голые) бедра (прозвище спартанок, носивших короткие хитоны) Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φαινομηρις" в других словарях:

  • φαινομηρίς — ίδος, ἡ, Α βλ. φαινομηρίδα …   Dictionary of Greek

  • φαινομηρίδας — φαινομηρίς showing the thigh fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PHAENOMERIDES — mulierum Laconicarum epitheton ab Ibyco primitus excogitatum. Plut. Η῾ Λάκαινα Φαινομηρίς. Etiam Peleus ad Euripidem, in Andromache, de Spartanis mulieribus verba faciens: Οὐδ᾿ ἂν ἐι βούλοιτό τις Σώφρων γένοιτο Σπαρτιατίδων κόρη. Αἱ ξὺν νέοισιν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • φαινομηρίδα — η / φαινομηρίς, ίδος, ΝΑ, και φανομηρίς Α (στην αρχαιότητα) γυναίκα που φορούσε ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα, ώστε να φαίνονται οι μηροί της νεοελλ. συνεκδ. ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + μηρός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. παλλακ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • φανόμηρις — ιδος, ἡ, Α βλ. φαινομηρίς …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»